κοχλίας

κοχλίας
I
(Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο είναι το ευαίσθητο όργανο του Κόρτι, το οποίο αντιλαμβάνεται τις διαφορές στην πίεση της περιλέμφου και αντιδρά με ηλεκτρικά ερεθίσματα, τα οποία μεταφέρονται μέσω του ακουστικού νεύρου στον εγκέφαλο.
II
(Ζωολ.). Κοινή ονομασία των πνευμονοφόρων γαστεροπόδων και ιδιαίτερα εκείνων που ανήκουν στην οικογένεια των ελικιδών. Είναι επίσης γνωστά με τις κοινές ονομασίες σαλιγκάρια, σαλίγκαροι, μπομπόλια κλπ. Λέγεται και κοχλιός ή χοχλιός. Βλ. λ. σαλιγκάρια.
* * *
ο (AM κοχλίας)
πνευμονοφόρο γαστερόποδο με ελικοειδές όστρακο, σαλιγκάρι («Αἴτνη τρέφει κοχλίας κεράστας», Αθήν.)
νεοελλ.
1. τεχνολ. α) κυλινδρικό ή κωνικό επίμηκες στέλεχος που φέρει σπείρωμα και κεφαλή, τα οποία τού δίνουν τη δυνατότητα να περιστρέφεται και να διεισδύει έτσι σε εξάρτημα με αντίστοιχο θηλυκό σπείρωμα ή σε συνεκτικό μέσο, και που χρησιμεύει είτε για σύσφιγξη ή σύζευξη είτε για επίτευξη κίνησης κατά ορισμένο προκαθορισμένο τρόπο (α. «ακιδωτός κοχλίας» β. «κοχλίας σύσφιγξης» γ. «κοχλίας κίνησης»)
β) (ειδ.) η βίδα
2. ανατ. το κάτω πίσω τμήμα τού λαβυρίνθου τού αφτιού που περιελίσσεται και σχηματίζει σπείρα στο εσωτερικό τής οποίας περικλείεται το ακουστικό όργανο
3. φρ. α) «ατέρμων κοχλίας» — εξάρτημα με σπειροειδή οδόντωση, που, σε σύζευξη με οδοντωτό τροχό, χρησιμεύει για τη μετάδοση κίνησης
β) «κοχλίας τού Αρχιμήδη» — είδος ελικοειδούς αντλίας νερού, την οποία επινόησε ο Αρχιμήδης
γ) «κοχλίας τού Πασκάλ» — καμπύλη που ορίζεται ως ο γεωμετρικός τόπος τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σταθερό σημείο προς τις εφαπτόμενες ενός κέντρου κύκλου
μσν.-αρχ.
1. ελικοειδής συμπιεστική μηχανή («ρόδα ἐκπιέσας ἐν κοχλίᾳ», Γεωπ.)
2. ο κοχλίας τού Αρχιμήδη («ἀπὸ τοῡ ποταμοῡ τροχοὶ καὶ κοχλίαι τὸ ὕδωρ ἀνάγουσιν», Στράβ.)
3. ελικοειδής σκάλα
αρχ.
1. είδος βασανιστηρίου οργάνου
2. τμήμα χειρουργικού μηχανήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) «όστρακο» + κατάλ. -ίας, πρβλ. κροταλ-ίας, σπαθ-ίας. Από το σπειροειδές όστρακο τού σαλιγκαριού η λ. πήρε τη σημ. «βίδα» καθώς και όλες τις συναφείς. Κοχλίας, τέλος, ονομάστηκε λόγω τού σχήματός του και το όργανο τού εσωτερικού αφτιού.
ΠΑΡ. κοχλιώδης
νεοελλ.
κοχλιακός, κοχλιώνω, κοχλιωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κοχλιοειδής
αρχ.
κοχλιοκογχύλιον
νεοελλ.
κοχλιόκρανο, κοχλιοστρόφιο, κοχλιοσύνθεση, κοχλιοτόμος, κοχλιότοπος, κοχλιοτροφείο, κοχλιοτρύπανο, κοχλιουλκός, κοχλιοφόρος. (Β' συνθετικό) αρχ. γυμνοκοχλίας
νεοελλ.
πωματοκοχλίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοχλίας — κοχλίᾱς , κόχλιας snail with a spiral shell masc acc pl κοχλίᾱς , κόχλιας snail with a spiral shell masc nom sg (attic epic doric aeolic) κοχλίᾱς , κοχλίας masc acc pl κοχλίᾱς , κοχλίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίας — ο 1. σαλιγκάρι. 2. βίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοχλίας του Πασκάλ — Ειδική επικυκλοειδής καμπύλη, που παράγεται από ένα ορισμένο σημείο του επιπέδου της κινητής περιφέρειας Κ. Στην ειδική περίπτωση που η κινητή περιφέρεια Κ είναι ίση με την ακίνητη Γ, ο κ. του Π. εκφυλίζεται σε καρδιοειδή. Από τον ορισμό της… …   Dictionary of Greek

  • Πάλμερ, κοχλίας του- ή ελεγκτήρας του Πάλμερ — Μικρομετρικό όργανο χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση παχών. Η ακίδα Α (βλ. εικόνα) είναι σταθερή· στον κοχλιωτό θάλαμο Θ στρέφεται ο κοχλίας Κ, ο οποίος καταλήγει στην κυλινδρική ακίδα Β και εξωτερικά στην πυξίδα Π. Επί του Θ είναι χαραγμένη η… …   Dictionary of Greek

  • κοχλίαι — κόχλιας snail with a spiral shell masc nom/voc pl κοχλίᾱͅ , κόχλιας snail with a spiral shell masc dat sg (attic doric aeolic) κοχλίας masc nom/voc pl κοχλίᾱͅ , κοχλίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλιῶν — κόχλιας snail with a spiral shell masc gen pl κοχλίας masc gen pl κοχλιός Gloss. masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίαιν — κόχλιας snail with a spiral shell masc gen/dat dual κοχλίας masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίαις — κόχλιας snail with a spiral shell masc dat pl κοχλίας masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίου — κόχλιας snail with a spiral shell masc gen sg κοχλίας masc gen sg κοχλίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίω — κόχλιας snail with a spiral shell masc gen sg (attic epic ionic) κοχλίας masc gen sg (attic epic ionic) κοχλίον neut nom/voc/acc dual κοχλίον neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”